Τα τελευταία χρόνια η διαλειμματική νηστεία έχει γίνει κομμάτι της ζωής και της διατροφής πολλών ατόμων. Πολλοί άνθρωποι ακολουθούν τη διαλειμματική νηστεία ως τρόπο για να διαχειριστούν πιο αποτελεσματικά το βάρος τους, καθώς μπορεί να βοηθήσει στη ρύθμιση της πρόσληψης θερμίδων και να προωθήσει την απώλεια λίπους. Πέρα από τη διαχείριση του βάρους, η διαλειμματική νηστεία έχει συσχετιστεί με βελτιώσεις στη μεταβολική υγεία, όπως η μείωση της αντίστασης στην ινσουλίνη και της φλεγμονής, η οποία μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο χρόνιων ασθενειών όπως ο διαβήτης τύπου 2 και οι καρδιακές παθήσεις. Οι άνθρωποι, λοιπόν, έλκονται από τη διαλειμματική νηστεία για τις δυνατότητές της να βελτιώσει τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική ευεξία.

Το πιο σύνηθες μοτίβο διαλειμματικής νηστείας είναι το 16:8, δηλαδή 16 ώρες νηστείας κατά τις οποίες τα άτομα μπορούν να καταναλώνουν μόνο υγρά, χωρίς θερμίδες, ενώ τις υπόλοιπες 8 ώρες της ημέρας μπορούν να καταναλώνουν τροφές. Μια νέα έρευνα που δημοσιοποιήθηκε προσφάτως έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα και τις πεποιθήσεις μας για την διαλειμματική νηστεία και κατά πόσο είναι υγιεινή μακροπρόθεσμα.

Τι δείχνει η νέα έρευνα

Στην έρευνα συμμετείχαν πάνω από 20.000 ενήλικες Αμερικανοί, με μέση ηλικία τα 49 έτη, οι οποίοι ακολουθούσαν διαλειμματική νηστεία 16:8, για έναν μέσο όρο 17 χρόνων. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι τα άτομα που περιόριζαν τη διατροφή τους σε λιγότερο από 8 ώρες την ημέρα, είχαν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρδιαγγειακά νοσήματα σε σύγκριση με τα άτομα που έτρωγαν 12-16 ώρες την ημέρα.

Σε αυτή τη μελέτη, οι ερευνητές διερεύνησαν τις πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία από την τήρηση ενός προγράμματος διατροφής με 8 ώρες περιορισμένο χρόνο. Επανεξέτασαν πληροφορίες σχετικά με τα διατροφικά πρότυπα για τους συμμετέχοντες στις ετήσιες Εθνικές Έρευνες για την Υγεία και τη Διατροφή 2003-2018 σε σύγκριση με δεδομένα σχετικά με άτομα που πέθαναν στις ΗΠΑ, από το 2003 έως τον Δεκέμβριο του 2019, από τη βάση δεδομένων του Εθνικού Δείκτη Θανάτου των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων.

Τα ευρήματα της έρευνας πιο συγκεκριμένα ήταν τα εξής:

  • Οι άνθρωποι που ακολουθούσαν το πρότυπο να τρώνε όλο το φαγητό τους σε λιγότερο από 8 ώρες την ημέρα είχαν 91% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου λόγω καρδιαγγειακής νόσου.
  • Ο αυξημένος κίνδυνος καρδιαγγειακού θανάτου παρατηρήθηκε, επίσης, σε άτομα που ζούσαν με καρδιακή νόσο ή καρκίνο.
  • Μεταξύ των ατόμων με υπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο, η διάρκεια διατροφής λιγότερο από 10 ώρες την ημέρα συσχετίστηκε και με 66% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρδιακή νόσο ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
  • Η περιορισμένη χρονικά κατανάλωση φαγητού δεν μείωσε τον συνολικό κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία.
  • Μια διάρκεια διατροφής άνω των 16 ωρών ημερησίως συσχετίστηκε με χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας από καρκίνο μεταξύ των ατόμων με καρκίνο.

Αξίζει, ωστόσο, να αναφέρουμε ότι η έρευνα είχε αρκετούς περιορισμούς, καθώς παράγοντες που μπορεί να παίζουν ρόλο στην υγεία, εκτός της ημερήσιας διάρκειας διατροφής και της αιτίας θανάτου, δεν συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση. Θα πρέπει μελλοντικές έρευνες να εξετάσουν τους βιολογικούς μηχανισμούς που βρίσκονται πίσω από τις συσχετίσεις μεταξύ ενός χρονικά περιορισμένου διατροφικού προγράμματος και δυσμενών καρδιαγγειακών αποτελεσμάτων, καθώς και κατά πόσον τα ευρήματα αυτά είναι παρόμοια για ανθρώπους που ζουν σε άλλα μέρη του κόσμου, εκτός από τις ΗΠΑ.

Η άποψη της ειδικού για τα νέα ευρήματα σε σχέση με τη διαλειμματική νηστεία

Ρωτήσαμε την Ευαγγελία Αυγεράκη διαιτολόγο – διατροφολόγο τι ακριβώς σημαίνουν αυτά τα ευρήματα και κατά πόσο θα πρέπει να μας προβληματίσει η νέα έρευνα.

Τα μέχρι τώρα δεδομένα για τη διαλειμματική νηστεία έδειχναν ουδέτερα ή ευεργετικά αποτελέσματα σε διάφορους δείκτες της υγείας μας. Παλαιότερες μελέτες έχουν αναδείξει ότι η εφαρμογή της διαλειμματικής νηστείας έχει θετικά αποτελέσματα σε καρδιαγγειακούς δείκτες. Ωστόσο, αυτή η νέα δημοσίευση από το American Heart Association ήρθε να ανατρέψει τα μέχρι τώρα δεδομένα και τονίσει την πιθανή αρνητική επίδραση στην υγεία της καρδιάς μακροχρόνια.

Τι χρειάζεται να κρατήσεις από τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης;

Η διαλειμματική νηστεία είναι ένας τρόπος διατροφής που δεν έχει μελετηθεί επαρκώς για την μακροχρόνια επίδραση της στην υγεία. Οι μελέτες παρέμβασης, δηλαδή μια ομάδα να ακολουθεί τη διαλειμματική νηστεία και μια ομάδα να καταναλώνει φαγητό σε μεγαλύτερο χρονικό πλαίσιο, έχουν διεξαχθεί για μικρό χρονικό διάστημα. Η συγκεκριμένη μελέτη είναι η πρώτη που δημοσιεύει αποτελέσματα μακροχρόνια, όμως ο σχεδιασμός της είναι διαφορετικός αφού αποτελεί μελέτη παρατήρησης και όχι παρέμβασης.

Δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι υιοθετούν τη διαλειμματική νηστεία ως τρόπο διατροφής σίγουρα χρειάζεται προσοχή και κατάλληλη συμβουλευτική από έναν διαιτολόγο, ο οποίος θα μπορεί να κρίνει ορθά αν το άτομο θα ωφεληθεί από μια τέτοια αλλαγή στη διατροφή του.

Η διαλειμματική νηστεία είναι ένα διατροφικό μοντέλο που εκ των πραγμάτων μπορεί να μην ταιριάζει στην καθημερινότητα όλων των ανθρώπων. Ιδιαίτερα στην ελληνική κουλτούρα, ο τρόπος ζωής μας δεν συνάδει με τη φιλοσοφία της διαλειμματικής νηστείας.

Τέλος, περιμένουμε μια πιο αναλυτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης μελέτης, καθώς δεν έχουμε δεδομένα για άλλους δείκτες της διατροφής των ατόμων, όπως η ποιότητα της διατροφής τους.

Ποιο είναι το «μήνυμα για το σπίτι»;

Πέρα από τη διαλειμματική νηστεία υπάρχουν πολύ πιο καλά μελετημένα διατροφικά μοντέλα με αποδεδειγμένη θετική επίδραση στην καρδιαγγειακή υγεία. Και φυσικά αυτό δεν είναι άλλο από τη μεσογειακή διατροφή. Στην επιστήμη της διατροφής νέα δεδομένα έρχονται συχνά στο προσκήνιο. Όμως, καλό θα είναι να μην παρασυρόμαστε από τις τάσεις και τη «μόδα» της εποχής και να αναζητούμε τι πραγματικά θα μας ωφελήσει και θα μας βοηθήσει στη βελτίωση της διατροφής μας. Ένας ενημερωμένος διαιτολόγος – διατροφολόγος σίγουρα θα σε κατευθύνει κατάλληλα και μαζί θα δημιουργήσετε ένα πλάνο διατροφής που θα ταιριάζει απόλυτα στις ανάγκες σου.