Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.) ο όρος burnout, δηλαδή η επαγγελματική εξουθένωση, αφορά σε ένα σύνδρομο που προέρχεται από μη διαχειρίσιμο εργασιακό στρες. Ο όρος «επαγγελματική εξουθένωση» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1974 από τον γερμανό-αμερικανό ψυχοθεραπευτή Herbert Freudenberger, για να περιγράψει τις συνέπειες του μεγάλου στρες και των υψηλών προσδοκιών απέναντι στα «βοηθητικά» επαγγέλματα. Τέτοια ήταν, για παράδειγμα, το επάγγελμα του γιατρού ή του νοσηλευτή, τα οποία χαρακτηρίζονται από απαιτητικά ωράρια και αυξημένο αίσθημα αυτοθυσίας, συνθήκες που μπορούν εύκολα να οδηγήσουν σε εξουθένωση και εξάντληση.
Το σύνδρομο burnout περιγράφει μία κατάσταση συναισθηματικής, σωματικής και νοητικής εξουθένωσης και χαρακτηρίζεται από ένα αίσθημα χαμηλής αυτοεκτίμησης και αυτοαποτελεσματικότητας. Αυτά απορρέουν με τη σειρά τους από την παρατεταμένη έκθεση σε έντονο στρες και από τις εκλυόμενες αντιδράσεις του στρες.
Τα συμπτώματα, λοιπόν, που αφορούν στη σωματική διάσταση της εξάντλησης περιλαμβάνουν χαμηλή ενέργεια, έντονο αίσθημα κόπωσης, πονοκεφάλους, πόνους στην πλάτη, αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες και τον ύπνο, π.χ. αϋπνία ή ο διακοπτόμενος ύπνος, καθώς επίσης και μείωση της ανοσολογικής απόκρισης του οργανισμού. Η επόμενη διάσταση, αυτή της αποπροσωποίησης, εκδηλώνεται μέσω του κυνισμού και της αντικειμενοποίησης των ανθρώπων που το άτομο συνδιαλέγεται, της διατήρησης μιας συνολικότερης αρνητικής στάσης και τέλος μέσω της υποβίβασης του εαυτού, του επαγγέλματος και της ζωής γενικά.
Επιπλέον, η ψυχολογική εξάντληση εκφράζεται με το αίσθημα χαμηλής επίτευξης και αυτοεκτίμησης, της αυτοαμφισβήτησης, της απόσυρσης από ευθύνες, τον αυξημένο θυμό, καθώς και τα συχνά ξεσπάσματα σε κλάματα. Τέλος, η συναισθηματική εξάντληση που συγχέεται και με την ψυχολογική, αφορά στην κατάθλιψη, την αίσθηση ότι το άτομο είναι αβοήθητο και ανήμπορο, την πεποίθηση ότι το άτομο έιναι παγιδευμένο στην εργασία του, το αίσθημα της αποτυχίας, αλλά και αυτό της ενοχής.
«Γιατί νιώθω ενοχές για το burnout μου;»
Κοινωνικά πρότυπα και στερεότυπα
Συχνά, στο προσκήνιο της επαγγελματικής εξουθένωσης επικρατεί μία κρυφή, ανεπίλυτη μάχη ανάμεσα στην ενοχή, την ντροπή, τα κοινωνικά πρότυπα και τα στερεότυπα γύρω από τον δυναμισμό και την προσδοκόμενη απόδοση στο χώρο της εργασίας. Έτσι, σε κοινωνίες που ευνοούν τη συνεχή εργασία και την παραγωγικότητα, είναι πολύ δύσκολη η παραδοχή από το άτομο ότι αισθάνεται καταβεβλημένο, εξουθενωμένο και συναισθηματικά εξαντλημένο, καθώς αυτές οι ενδείξεις συνήθως μεταφράζονται ως αδυναμία, ανικανότητα και μαλθακότητα. Αυτή η νοοτροπία μπορεί με τη σειρά της να δημιουργήσει ντροπή γύρω από την επαγγελματική εξουθένωση, καθιστώντας δυσκολότερο στο άτομο να παραδεχτεί στον εαυτό του ότι δυσκολεύεται και κατ’ επέκταση να ζητήσει βοήθεια.
Φόβος και άγχος να αποτύχεις
Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο μπορεί κάποιος να αισθανθεί ενοχές για την επαγγελματική του εξουθένωση, είναι ο φόβος και το άγχος γύρω από την αποτυχία. Αρκετοί από εμάς έχουμε παλέψει δεόντως για να εξελιχθούμε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά και να διεκδικήσουμε θέσεις αντάξιες των προσδοκιών, των γνώσεων και των ικανοτήτων μας. Το άτομο, λοιπόν, δυσκολεύεται να δεχτεί ή να σκεφτεί ότι στην πραγματικότητα η κούραση είναι αυτή που επηρεάζει αρνητικά την απόδοση στην εργασία του. Έτσι, αντί να κάνει παύση και να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην ξεκούρασή του, εργάζεται όλο και περισσότερο προκειμένου να συνεχίσει να παλεύει για όσα έχει μέχρι τώρα διεκδικήσει. Όμως, ακριβώς επειδή δεν σταματά, αλλά συνεχίζει να εργάζεται ακατάπαυστα, έχει χειρότερες επιδόσεις και ως εκ τούτου εντονότερο άγχος και φόβο γύρω από την αποτυχία, καθώς υπό αυτές τις συνθήκες αισθάνεται την αποτυχία ή και την απόλυση όλο και πιο κοντά. Βρίσκεται, λοιπόν, σε έναν φαύλο κύκλο εξάντλησης, χωρίς ποτέ να του επιτρέπεται χρόνος για ξεκούραση και ανάκαμψη, παρά μόνο προσπάθεια και άνοδος, έναντι της αποτυχίας.
Τελειομανία και φόβος για κριτική
Παράλληλα με τον φόβο για την αποτυχία, βρίσκονται η τελειομανία και ο φόβος για την κριτική. Τα παιδιά που μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον, στο οποίο η αξία τους αμφισβητούνταν και ακυρωνόταν διαρκώς, συχνά κουβαλούν μία διαρκή ανάγκη να αποδείξουν την αξία τους στην ενήλικη ζωή. Είναι πολύ πιθανό, επίσης, να πιστεύουν ότι πετυχαίνοντας περισσότερα, δουλεύοντας σκληρότερα, ή όντας οι καλύτεροι στον τομέα τους, μπορούν επιτέλους να νιώσουν την επικύρωση, την αγάπη και τον σεβασμό που τώρα πια αξίζουν. Η επαγγελματική εξουθένωση, λοιπόν, είναι αυτή που έρχεται να πάρει ακριβώς αυτά τα κεκτημένα, καθώς το άτομο σκέφτεται «αν δεν τα κάνω όλα τέλεια, θα χάσω το κύρος και τη θέση μου, ίσως και τη δουλειά μου, όλοι θα με κρίνουν και θα με αποδοκιμάσουν… όπως και τότε…». Αυτομάτως οι ενοχές για το burnout έχουν την πρώτη θέση, ενώ η αυτοσυμπόνια, μάλλον την τελευταία.
Αίσθημα ευθύνης
Ένας ακόμη παράγοντας που συνδέεται με τις ενοχές είναι και το υπερβολικά ανεπτυγμένο αίσθημα της ευθύνης. Πόσες φορές συναντάμε άτομα σε εργασιακά περιβάλλοντα, τα οποία εκτός από τις δουλειές τους εκτελούν ή επωμίζονται και τις εργασίες των άλλων. Είναι ο «Άτλαντας» που σηκώνει όλο το βάρος στους ώμους του. Είναι το άτομο που αν κάποιος δεν έχει παραδώσει ακόμη το έργο του, θα το κάνει ο ίδιος για να μην καθυστερήσει η δουλειά˙ το άτομο που θα διορθώσει τα project όλων των υπολοίπων γιατί όλοι αυτόν εμπιστεύονται – ή μήπως εκμεταλλεύονται; Για ένα τέτοιο προφίλ ανθρώπου, είναι πάρα πολύ δύσκολο να διαχειριστεί την επαγγελματική εξουθένωση με τρόπο τέτοιον ώστε να φροντίσει τον εαυτό του. Αισθάνεται ενοχές, λοιπόν, καθώς σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να δυσαρεστήσει τους συναδέλφους, τον διευθυντή – στη σκέψη του, ακόμη και τους οικείους του – και αυτό είναι ένα βάρος που δεν μπορεί να διαχειριστεί.
Ασαφή όρια
Τέλος, οι ενοχές ενισχύονται από τα μη σαφή και ξεκάθαρα όρια ανάμεσα στην προσωπική ζωή και την εργασία. Όταν, λοιπόν, ένα άτομο φέρνει όλη του τη δουλειά από το γραφείο στο σπίτι, και εξακολουθεί να απαιτεί από τον εαυτό του να είναι εξίσου παραγωγικό όλη τη μέρα, όταν φυσιολογικά δυσκολεύεται να είναι, αυτό τον κάνει να αισθάνεται άβολα, άσχημα και ενοχικά που χρειάζεται χρόνο για τον εαυτό του.
Είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η αυτοαξία και η αυτοπεποίθησή μας δεν καθορίζονται από τα επαγγελματικά επιτεύγματα, τις διακρίσεις ή τον αριθμό ωρών εργασίας. Καθορίζεται,όμως, από τον σεβασμό και την ενσυναίσθηση που επιδεικνύουμε στον εαυτό μας, από το πόσο καλά αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες μας και από τα υγιή όρια που θέτουμε, ακόμη κι αν αυτά αφορούν την εργασία μας.