Αν χρησιμοποιείς έστω και σποραδικά τα social media είναι πολύ πιθανό πως θα έχεις ήδη έρθει σε επαφή με τον όρο. Προσωπικά, το “quiet quitting” το ήξερα σαν έννοια πολύ πριν ακούσω τον όρο. Γιατί εδώ και χρόνια η εργασιακή πραγματικότητα στην Ελλάδα έχει ωθήσει πολλούς φίλους και συναδέλφους μου να το κάνουν. Κι αν πάλι δεν έχει τύχει να ενημερωθείς σχετικά, το quiet quitting είναι το φαινόμενο κατά το οποίο ένας εργαζόμενος κάνει τα απολύτως απαραίτητα με βάση το job description και το ωράριό του. Δεν μένει παραπάνω, δεν κάνει παραπάνω. Κι όχι επειδή δεν γνωρίζει πώς ή επειδή δεν θέλει, αλλά επειδή ζει με μία μόνιμη εξάντληση αφού έχει ήδη δουλέψει υπέρ του δέοντος (συχνά) για χρόνια.

Μετά από το φαινόμενο της “μεγάλης παραίτησης” που ακολούθησε την καραντίνα (εκείνη την εποχή που όσο είχαμε ρεύμα και υπολογιστή, η δουλειά δεν σταματούσε) ήρθε το quiet quitting που έχει διαδοθεί ταχύτατα παντού στον κόσμο μέσα από τα social media. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να ισχυριστεί πως το φαινόμενο ήδη αναπτυσσόταν τον τελευταίο χρόνο “ήσυχα” και πως τα social media απλά το έφεραν στην επιφάνεια και του έδωσαν ένα όνομα. Έχοντας ήδη ζήσει την εποχή της μίας κρίσης μετά την άλλη, οι νεότερες γενιές φαίνεται να απορρίπτουν την ιδέα της εργασίας ως ύψιστη αρετή και πλέον την αντιμετωπίζουν, απλά, ως μέσο για να στηρίζουν την ιδιωτική ζωή και τα όνειρά τους. Η εποχή της “hustle culture” όπου το “εργασιομανής” θεωρείται κομπλιμέντο, έχει παρέλθει για τα καλά και μια νέα εποχή ανατέλει. Αυτό ακριβώς σηματοδοτεί και το φαινόμενο του quiet quitting.

Το οξύμωρο φαινόμενο της καραντίνας

Η πανδημία του Covid-19 δημιούργησε τις τέλειες συνθήκες ώστε να “σπρώξει” τις νέες γενιές εργατικού δυναμικού σε μία νέα κατάσταση. Με την τηλεργασία να έχει γίνει η νέα καθημερινότητα για την πλειοψηφία των εργαζόμενων, τα όρια του 8ωρου θόλωσαν, οι αρμοδιότητες όλων μπλέχτηκαν ανεπανόρθωτα ενώ η δυσπιστία κι η ανασφάλεια των εργοδοτών έμοιαζε να μεγαλώνει. Έχω παραβρεθεί σε δεκάδες συζητήσεις με δυσαρεστημένους εργαζόμενους που απορούν πώς γίνεται να βιώνουν τέτοια δυσπιστία όταν “η δουλειά βγαίνει”. Στη hustle culture όμως, η ανάγκη να παρακολουθεί η εταιρεία ή ο εργοδότης τους εργαζόμενους να δουλεύουν, για τουλάχιστον 8 ώρες, στα γραφεία τους, ήταν τεράστια. Τα νέα δεδομένα, όσο κι αν ήταν πολλαπλώς πιεστικά για τους εργαζόμενους, δεν έμοιαζαν ικανά να πείσουν τους εργοδότες πως η δουλειά γίνεται στον ίδιο ή σε μεγαλύτερο ρυθμό από πριν. Πλέον, στη μετά-Covid εποχή, οι περισσότεροι εργαζόμενοι βρίσκονται πίσω στα γραφεία τους αλλά πλέον κάτι μέσα τους έχει αλλάξει.

Μια νέα εργασιακή εποχή ανατέλει

Στη νέα αυτή εποχή, η αποθέωση της εργασιομανίας αντικαθίσταται από την αποθέωση μιας άλλης έννοιας: της ισορροπίας ανάμεσα στην επαγγελματική και την ιδιωτική ζωή ή, αλλιώς, work-life balance. Και δεν είναι μονάχα οι αξίες των ανθρώπων που αλλάζουν αλλά κι εκείνες των εταιρειών. Έτσι η γενιά των boomer έμπαινε σε μία εταιρεία κι έβγαινε 30 χρόνια μετά, με σύνταξη. Η εταιρεία αυτή ήταν το δεύτερο σπίτι της και, στις περισσότερες περιπτώσεις, ανταπέδιδε την αφοσίωση με καλούς μισθούς, παροχές και μια γενικότερη αίσθηση εκτίμησης κι ανταμοιβής. Οι millenials που μεγάλωσαν με αυτό το παράδειγμα, χτυπήθηκαν από την οικονομική κρίση στα πρώτα χρόνια της καριέρας τους, κλήθηκαν να αναθεωρήσουν όλες τους τις αξίες αλλά και να περάσουν τα πιο παραγωγικά τους χρόνια σε εταιρείες που τους απασχολούσαν χωρίς ωράριο, χωρίς καλούς μισθούς, χωρίς παροχές, χωρίς εκτίμηση. Πλέον η Gen Z, ξεκινά δυναμικά να διεκδικεί μια πλήρη μετάβαση στην εποχή της work-life balance που, μάλιστα, φαίνεται με τη σειρά της να προάγει την παραγωγικότητα και να αυξάνει την ικανοποίηση των εργαζομένων στην εταιρεία. Και η έλλειψή της είναι εκείνη που οδηγεί στο φαινόμενο του “quiet quitting”.

Το quiet quitting ως αυτοφροντίδα

Οι νεότερες γενιές αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία με την επιστροφή στο γραφείο, όχι μονάχα γιατί πλέον όλα τα “ντεφό” της εργασιακής τους πραγματικότητας έρχονται να προστεθούν στο γεγονός ότι οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν το ζήτημα της πρωινής μετακίνησης μαζί με το άγχος και τα έξοδα που ενέχει αλλά και τα προβλήματα που φέρνει η απομάκρυνση από το σπίτι. Έτσι, αρνούμενοι να υπομείνουν αδιαμαρτύρητα και τις ώρες υπερεργασίας ή την πίεση να αναλάβουν ευθύνες που δεν τους αναλογούν κάνουν το αδιανόητο: μονάχα αυτό που έχουν προσληφθεί να κάνουν, τις ώρες που έχουν προσληφθεί να το κάνουν και που τους αμοίβονται νόμιμα. Έτσι μέχρι να ολοκληρωθεί η μετάβαση στη νέα εποχή, το quiet quitting θα συνεχίσει να συμβαίνει και να προκαλεί τις εταιρείες να γίνουν καλύτεροι εργοδότες, καθημερινά.