Όταν η covid-19 εισέβαλλε σαρωτικά στη ζωή μας πριν δύο χρόνια, άλλοι μείναμε μουδιασμένοι μακριά από τα κλειστά τότε γραφεία, κάποιοι στήσαμε -προσωρινούς νομίζαμε- σταθμούς εργασίας στα διαμερίσματά μας και πολλοί, στον τομέα της υγείας, είδαμε κυριολεκτικά το χώρο εργασίας μας να γίνεται σπίτι – και όχι δεύτερο. Πολλοί μπήκαμε τότε σε σκέψεις: «μήπως τελικά δεν μου λείπει καθόλου το τοξικό περιβάλλον του γραφείου;». «Δεν αντέχω άλλο τον προϊστάμενο που στέλνει μηνύματα στις 10 το βράδυ και περιμένει να απαντήσω». «Κάτι πάει πολύ λάθος με τη ζωή μου»… Με το άνοιγμα επιχειρήσεων, υπηρεσιών και σχολείων ορισμένοι επιστρέψαμε σε μια κανονικότητα που πολύ απέχει από όσα γνωρίζαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή, κάποιοι… παντρευτήκαμε την τηλεργασία και πολλοί ήταν εκείνοι που έκαναν και το επόμενο βήμα, αρχίζοντας να αναζητούν άλλη δουλειά. Μετά το pause που πάτησε η καραντίνα σε ολόκληρη τη ζωή μας, σημαντικά μεγάλος αριθμός ανθρώπων είδε να ανάβει το πράσινο φως για ένα restart στα επαγγελματικά του.

Παραίτηση
Clemens Van Lay/ Unsplash

Η Μεγάλη Παραίτηση

Τον Μάιο του 2021 ο Anthony Klotz, καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων στο πανεπιστήμιο A&M του Τέξας, παρατήρησε ότι ένας ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός εργαζομένων στις ΗΠΑ είχε παραιτηθεί από το ξέσπασμα της πανδημίας. Ένα χρόνο πριν, λόγω των μαζικών απολύσεων και της αστάθειας εξαιτίας του κορονοϊού, το ποσοστό παραίτησης τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του 2020 άγγιζε μόλις το 1,6%. Παρ’ όλα αυτά, από τις αρχές του δεύτερου χρόνου της πανδημίας, τα στατιστικά στοιχεία άρχισαν να δείχνουν αυτό που ο Klotz ονόμασε «Η Μεγάλη Παραίτηση»: σχεδόν 20 εκατομμύρια Αμερικανοί παραιτήθηκαν μαζικά σε συνεχόμενα κύματα.

Η έρευνα της Microsoft πέρυσι τέτοια εποχή ήρθε να επιβεβαιώσει ότι δεν πρόκειται για ένα αποκλειστικά αμερικανικό φαινόμενο, αφού πάνω από το 40% των εργαζομένων διεθνώς δήλωσε τον Μάρτιο του 2021 ότι σκεφτόταν σοβαρά να αφήσει τη δουλειά του. Στην Αυστραλία τα νούμερα ανταγωνίζονται εκείνα των ΗΠΑ, στην Κίνα το φαινόμενο αποδίδεται στην ενεργή πλέον αντίδραση των πολιτών στο εργασιακό καθεστώς 996 της χώρας (δουλειά 9 το πρωί με 9 το βράδυ, 6 μέρες την εβδομάδα), στη Γερμανία το 6% του εργατικού δυναμικού δήλωσε παραίτηση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τη Μεγάλη Βρετανία αγγίζει το 4,7%.

Παραίτηση
Kenny Eliason/ Unsplah

Στην Ελλάδα αντίστοιχα στατιστικά στοιχεία δεν έχουν βγει στο φως της δημοσιότητας, αλλά ίσως δεν χρειάζεται κιόλας. Στον τύπο έχουν δημοσιευτεί συνεντεύξεις εργαζομένων σε κρατικά νοσοκομεία που γυρίζουν την πλάτη στην προοπτική της μονιμότητας και βρίσκουν δουλειά σε άλλες χώρες, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, αλλά ακόμα πιο δυνατά μιλούν οι προσωπικές εμπειρίες καθενός μας και των γύρω μας: φίλοι που είχαν φύγει στο εξωτερικό επιστρέφουν προκειμένου να απολαμβάνουν τη ζωή εδώ ενώ συνεχίζουν να δουλεύουν από απόσταση για ξένους εργοδότες, στο γραφείο οι εντάσεις με συναδέλφους και πελάτες είναι καθημερινές, δυσαρεστημένοι προϊστάμενοι μετακυλούν τη διάθεση αυτή στους από κάτω, καθημερινά περιστατικά αγανάκτησης ακόμα και στις βιντεοκλήσεις… Θα ήταν πολύ αφελές να υποστηρίξει κανείς πως φταίει μόνο η κούραση από τα δύο κλεισμένα πλέον χρόνια της πανδημίας και των μέτρων.

Generation Y & Z: άλλες γενιές, άλλες ηλικίες, ίδιο βίωμα

Η Ετήσια Έκθεση του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Απασχόλησης «Εργασίας και Απασχόληση στην Ελλάδα» για το 2020 αναφέρει πως «η κρίση [σ.σ. η πανδημία] λειτουργεί ως μεγεθυντικός φακός που κάνει περισσότερο ορατά τα υπάρχοντα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα». Διότι πράγματι, πρόκειται για ένα κοινωνικό πρόβλημα: ολοένα και περισσότεροι συνειδητοποιούμε πως κάτι δεν πάει καλά έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα στη ζωή μας. Ακόμα κι αν ανήκουμε σε εκείνη τη γενιά που κάποτε θεωρούσε πως η δουλειά είναι η ζωή μας, με την πανδημία συνειδητοποιήσαμε ότι ο δρόμος προς την ευτυχία, την ικανοποίηση και την αίσθηση πληρότητας δεν περνάει απαραίτητα από την εργασία.

Τα αρχικά στοιχεία έδειχναν πως η «Μεγάλη Παραίτηση» αφορά κυρίως τους εργαζόμενους ηλικίας 20-30 ετών. Ο Bobby Duffy, διευθυντής του Ινστιτούτου Πολιτικής στο King’s College του Λονδίνου, γράφει στο βιβλίο του The Generation Myth (Ο μύθος των γενιών, εκδ. Basic Books) ότι η γενιά Ζ έχει ξεκάθαρα διαφορετικές προτεραιότητες από τους μεγαλύτερους συναδέλφους της, αφού περισσότερο την ενδιαφέρει μέσα από τη δουλειά να αποκτά νέες δεξιότητες παρά να απολαμβάνει την αίσθηση της σταθερότητας που τόσο εκτιμά η προηγούμενη γενιά, η Υ ή αλλιώς οι Millennials. Πολλές όμως είναι οι έρευνες που αποκαλύπτουν ότι και οι Millennials, οι εργαζόμενοι ηλικίας 30-45, παραιτούνται πλέον μαζικά. Στο βιβλίο της Can’t Even: How Millennials Became the Burnout Generation (Ούτε καν: πώς οι Millennials έγιναν η γενιά του burnout, εκδ. Houghton Mifflin Harcourt), η Αμερικανίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος Anne Helen Petersen γράφει: «η covid-19 διέλυσε τις όποιες ψευδαισθήσεις είχαν παραμείνει. [Με την πανδημία] κληθήκαμε να συνειδητοποιήσουμε ότι σε όλη την ενήλικη ζωή μας παλεύαμε να χτίσουμε στέρεες βάσεις πάνω σε κινούμενη άμμο». Πλέον, νεότεροι και παλαιότεροι, εργαζόμενοι σε όλους τους τομείς και όλες τις κλίμακες της ιεραρχίας επιθυμούν από τη δουλειά τους να τους επιτρέπει να απολαμβάνουν πιο ουσιαστικά πράγματα από τη ζωή: να είναι σε ένα πεδίο που τους αφήνει ελεύθερο χρόνο, να τους προσφέρει απολαβές για να ζουν καλά και ένα εργασιακό περιβάλλον στο οποίο να νιώθουν ότι τους σέβονται και τους εκτιμούν.

Οι υπεύθυνοι των τμημάτων HR στις μεγάλες επιχειρήσεις ήξεραν ήδη πριν από την πανδημία πόσο σημαντικό είναι οι εργοδότες, οι διευθυντές και οι υπεύθυνοι μικρών και μεγαλύτερων εταιριών να λαμβάνουν υπόψη τους την ψυχολογία των εργαζομένων, τι τους δίνει κίνητρο και ικανοποίηση, ώστε να παραμένουν αποδοτικοί, παραγωγικοί, αλλά και ευχαριστημένοι για να μην αναζητήσουν αλλού δουλειά. Πλέον, όσοι θέλουν να κρατήσουν τους εργαζόμενούς τους, ξέρουν ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, ότι πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στις ανάγκες και τις αξίες των ανθρώπων που στελεχώνουν τα τμήματα της επιχείρησής τους. Άλλωστε, η έκθεση «2021: Ψυχική υγεία στην εργασία» της εταιρίας συμβούλων επιχειρήσεων Mind Share Partners, με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, επιβεβαίωσε ότι τα 2/3 των Millennials που παραιτήθηκαν και το 81% της γενιάς Z προχώρησαν σε αυτή την κίνηση για λόγους ψυχικής υγείας.

Τα μεγάλα όνειρα πέθαναν – Ζήτω η ευελιξία και η ποιότητα ζωής

Στα τέλη του 2021 το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς δημοσίευσε τα αποτελέσματα της περσινής έρευνας με τίτλο «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας». Η κ. Κατερίνα Τσατσαρώνη, οικονομολόγος, ερευνήτρια στο ΙΝΠ και υπεύθυνη σχεδιασμού και ανάλυσης της έρευνας, αποκάλυψε ότι τη στιγμή που η Ελλάδα κατέχει την υψηλότερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά στις ώρες εργασίας, ρωτώντας τους συμμετέχοντες «αν πηγαίναμε είτε σε μια λιγότερη μέρα εργασίας είτε σε λιγότερες ώρες, ποια θεωρούν ότι θα είναι η επίδραση στη ζωή τους, αλλά και στην κοινωνία, είδαμε ότι οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες θεωρούν σε όλα τα πλαίσια, δηλαδή και στην προσωπική τους ζωή και στην κοινωνία, αλλά και στον ίδιο τους τον εργοδότη, ότι θα έχει να αποφέρει μόνο θετικά. Το 84% μας απάντησε ότι θα έχει θετική επίδραση στην ψυχολογική και σωματική του υγεία. Το ίδιο περίπου ποσοστό μάς απάντησε ότι θα είναι θετικό και για την οικογενειακή και προσωπική του ζωή, αλλά ταυτόχρονα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, το 75% σχεδόν, μας απάντησε ότι αυτό θα έχει και αύξηση στην παραγωγικότητα της εργασίας και το 61% ότι αυτό θα αυξήσει και τα κέρδη των επιχειρήσεων».

Μέσα από το πρίσμα της πανδημίας είδαμε ολόκληρη τη ζωή μας από μια διαφορετική οπτική. Ακόμα και όσοι πιστεύαμε τότε, στην πρώτη καραντίνα, ότι η δουλειά μας διαμορφώνει και την ταυτότητά μας, σύντομα νιώσαμε το χαλί να τραβιέται κάτω από τα πόδια μας κι είδαμε την ουτοπία να διαλύεται σαν την ομίχλη κάτω από τον ήλιο. Αντιμέτωποι με την απειλή για εμάς και όσους αγαπάμε, είδαμε πιο καθαρά τι έχει σημασία και τι όχι, αναθεωρήσαμε όσα παίρναμε για δεδομένα και επαναπροσδιορίσαμε τις προτεραιότητές μας. Πολλοί ενημερώσαμε το βιογραφικό μας και κάναμε online συνέντευξη για να αλλάξουμε δουλειά. Κάποιοι αποφάσισαν να κάνουν πραγματικότητα το όνειρο που είχαν βάλει στον πάγο και άλλαξαν τελείως αντικείμενο εργασίας. Άλλοι έμειναν στον ίδιο κλάδο και μετακινήθηκαν σε άλλη εταιρία. Ομογενείς που έμεναν στο εξωτερικό άρπαξαν την ευκαιρία της τηλεργασίας και επέστρεψαν για να είναι κοντά στους δικούς τους, ενώ άλλοι ακολούθησαν αντίστροφη πορεία, αφήνοντας σίγουρες θέσεις στην Ελλάδα για να μη βρεθούν στα όρια του burnout – αν δεν είχαν ήδη βρεθεί. Κοινός παρονομαστής, η ανάγκη όλο και περισσότερων να κάνουμε ένα restart στα επαγγελματικά μας. Η πανδημία δεν ήταν η αιτία, αλλά ο καταλύτης που μας έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με την ουσία της ζωής. Με τη συνειδητοποίηση ότι καμία αμοιβή δεν είναι αρκετά μεγάλη ώστε να αξίζει όλο μας το χρόνο.  Ότι ναι, η καταξίωση και η ικανοποίηση μπορεί να έρθουν μέσα από τη δουλειά, η ολοκλήρωση όμως όχι.