Θα μου πεις τώρα «τι σημαίνει γονιός αυτοκινήτου;». Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κάπου εκεί, λίγο αφότου έμεινα έγκυος, άρχισαν να καταφτάνουν στο σπίτι ατελείωτα βιβλία, «αυτεπάγγελτα» και διαλεγμένα από τις φίλες μου που είχαν προηγηθεί στην κούρσα της μητρότητας, γεμάτα απαντήσεις σε όλα τα καυτά ερωτήματα. Πώς είναι η εγκυμοσύνη μήνα-μήνα, τι να περιμένω όταν γεννήσω, πώς-πότε-γιατί θα θηλάσω, πότε θα γελάσει το παιδί, πότε θα με κοιτάξει και θα το εννοεί, πότε θα μιλήσει, πότε θα σταθεί… Βιβλία που από τη μία αντίκρυζα με δυσπιστία, από την άλλη όμως διάβαζα από την αρχή ως το τέλος προσπαθώντας να καλύψω ένα προφανές κατ’ εμέ κενό.

Σε έναν κόσμο που το βασικό πτυχίο πανεπιστημίου είναι κάτι σαν δεδομένο για μια σεβαστή πλειοψηφία, δεν είναι παράλογο να νιώθεις κάπως «γυμνός» όταν συνειδητοποιείς πως δεν υπάρχει κανένας εκεί έξω που θα σε μάθει πώς να είσαι γονιός. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα αναγνώσματα, ειδικά της «πρώτης γονεϊκής περιόδου» –για να το θέσουμε πιο επιστημονικά–, ένα από τα πράγματα που με άγχωνε περισσότερο ήταν η έννοια του χρόνου και ο χώρος που αυτή καταλάμβανε σε όλα σχεδόν τα βιβλία. «Αφιερώστε χρόνο στο νεογέννητό σας για να συνδεθείτε», «τα παιδιά χρειάζονται ποιοτικό χρόνο», «περάστε χρόνο με το παιδί σας», «σχεδιάστε τον χρόνο που θα περάσετε μαζί». Φύσει βιαστική και αγχώδης, την πρώτη ερώτηση που πάντα με απασχολούσε, «μα πού θα βρεθεί αυτός ο χρόνος», διαδεχόταν πάντα –μα πάντα– η επωδός «πόσος ακριβώς είναι τελικά αυτός ο χρόνος που απαιτείται και πού μπορώ να τον βρω».

Περί ποιοτικού χρόνου το ανάγνωσμα

«Είσαι γονιός; Πρέπει να αφιερώνεις ποιοτικό χρόνο στο παιδί σου». Κάθε βιβλίο «γονεϊκής εκπαίδευσης» που σέβεται τον εαυτό του μας ζητά λίγο ως πολύ αυτό. Όλες οι έρευνες το δείχνουν καθαρά, ο χρόνος που αφιερώνουμε στο παιδί μας δομεί τη σχέση μας μαζί του για μια ολόκληρη ζωή. Ο χρόνος όμως αυτός, λέει, δεν είναι απαραίτητα ο χρόνος που περνάμε μαζί του στο ίδιο δωμάτιο παρόντες-απόντες, αλλά ο χρόνος που κάπως μαγικά θα καταφέρουμε να συνδεθούμε μαζί του, ο γνωστός και… πολυτραγουδισμένος διεθνώς «ποιοτικός χρόνος». Βέβαια, οι ερμηνείες αυτού του χρόνου είναι πολλές, αντικρουόμενες και μερικές φορές αρκούντως αγχωτικές. Άραγε, πρέπει να είμαστε κάθε γονιός ξεχωριστά με το παιδί; Θα πρέπει να προσδιορίσουμε έναν συγκεκριμένο χρόνο μέσα στη μέρα; Πρέπει να είμαστε χαλαροί στο σπίτι; Πόσο τέτοιον χρόνο χρειάζονται τελικά τα παιδιά; 

Στο βιβλίο της 15-Minute Parenting: The Quick and Easy Way to Connect with Your Child (Η γονεϊκότητα των 15 λεπτών: Ο γρήγορος και εύκολος τρόπος να συνδεθείτε με το παιδί σας), η κλινική ψυχοθεραπεύτρια Joanne Fortune εξηγεί πως τις απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω μπορούμε να τις δώσουμε εμείς θέτοντας κάθε φορά στον εαυτό μας τις παρακάτω ερωτήσεις:

  • Βρίσκω την ευκαιρία να πω στο παιδί μου κάθε μέρα πόσο το αγαπώ και πόσο περήφανος είμαι γι’ αυτό;
  • Έχω την ευκαιρία να γελάσω τουλάχιστον μία φορά την ημέρα με το παιδί μου; Αυτό νιώθει πως απολαμβάνω τη στιγμή μαζί του;
  • Προσπαθώ να μάθω ποια ήταν η καλύτερη στιγμή της μέρας του;
  • Αφιερώνω τον χρόνο να νιώσει ασφάλεια και πως έχει τη βοήθειά μου σε στιγμές που στρέφεται σε μένα για παρηγοριά απέναντι σε κάτι που το έχει στενοχωρήσει;
  • Αφιερώνω τον χρόνο να το συγχαρώ για την προσπάθειά του, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα;
  • Το ενθαρρύνω να δοκιμάζει νέα πράγματα;
  • Αφιερώνω έστω 15 λεπτά την εβδομάδα ώστε να κάνουμε μαζί κάτι αστείο και χωρίς ιδιαίτερο νόημα;
  • Αντιδρώ με ηρεμία και συνέπεια και με ήρεμο και αναμενόμενο τρόπο –χωρίς ξεσπάσματα– όταν συζητάμε για κάτι που για το παιδί μου είναι σημαντικό;

Σύμφωνα με την ίδια, οι παραπάνω ερωτήσεις μπορούν να γίνουν κάτι σαν μια μικρή εβδομαδιαία λίστα. Αν μέσα σε μια εβδομάδα μπορούμε να απαντήσουμε θετικά έστω και μία φορά σε όλες τις παραπάνω, τότε ναι, έχουμε βρει τον χρόνο που χρειάζεται. Αν όχι, υπάρχει πάντα περιθώριο για βελτίωση…

Άκουσε αυτό το ενδιαφέρον podcast: Γονιός των 15 λεπτών

Γονιός Αυτοκινήτου

Nathan Dumlao/ Unsplash

«Γονιός Αυτοκινήτου»: Αυτή η μάστιγα;

Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, σε μια μέρα που ξεκινάει στις 6 το πρωί και επαγγελματικά λήγει τουλάχιστον μετά από 8 ώρες, ενώ γονεϊκά πιάνει το νήμα από εκεί για να συνεχίσει το project διάβασμα-δραστηριότητες-βραδινό και ύπνος, έστω και τα 5 λεπτά αυτού του ποιοτικού χρόνου που απαιτούνται καθημερινά για όλα τα παραπάνω μοιάζουν με είδος προς εξαφάνιση. Πού θα τα βρούμε; Μα φυσικά στο αυτοκίνητο!

Ο χρόνος που περνάμε καθημερινά μέσα στο αυτοκίνητο είναι πολύς. Και μοιάζει «νεκρός». Σαν ένας χρόνος-αναγκαίο κακό μέσα στη μέρα, μέσα στην κίνηση, με τα παιδιά στο πίσω κάθισμα, πηγαίνοντας από το σχολείο στο σπίτι, από το σπίτι στη δραστηριότητα και πίσω. Κάθε διαδρομή με το αυτοκίνητο, αντί για «νεκρός χρόνος», μπορεί να αποδειχθεί η ευκαιρία μας να πάρουμε πίσω τον ποιοτικό χρόνο που μας το στερεί αφενός η ίδια η έλλειψη του χρόνου αλλά και οι διάφορες οθόνες, που όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, τόσο περισσότερο τα κρατούν απασχολημένα. 

Φτιάξε ατμόσφαιρα

Όταν ο προέφηβος γιος μου απέκτησε social media και κινητό, άρχισα να καταλαβαίνω αφενός το πόσο εκνευριστική μάλλον θα είχα υπάρξει όταν περνούσα μεγάλο μέρος από τις διαδρομές μας μιλώντας σε ανοιχτή ακρόαση για ακατανόητα για εκείνον πράγματα και αφετέρου πόσο πολύτιμη θα μπορούσε να η ώρα που περνούσαμε μαζί όλα τα προηγούμενα χρόνια στο αυτοκίνητο. Με εκείνον στο δίπλα κάθισμα να βλέπει βιντεάκια των 15-20 λεπτών, με μουσική, ομιλίες και φωνές να εναλλάσσονται χωρίς να προλαβαίνω να καταλάβω τι γίνεται και με τις όποιες ερωτήσεις και πάσες για διάλογο να πέφτουν στο κενό, διαπίστωσα με τον δύσκολο τρόπο ότι ο κενός χρόνος της οδήγησης, που εγωιστικά αφιέρωνα στα δικά μου, ήταν ένας χρόνος μαζί με το παιδί μου που τον ήθελα πίσω. 

Έφτιαξα λοιπόν ατμόσφαιρα. Αποσύνδεσα το bluetooth, έκλεισα τον ήχο στο κινητό και έβαλα και τα δύο μας κινητά στο ντουλαπάκι. Χαμήλωσα λίγο τη μουσική και άνοιξα αντένες. Έβαλα το παιδί μου σε προτεραιότητα και του έδωσα τον χώρο να κάνει κι εκείνο το ίδιο. Να πάρει μια ανάσα μετά το σχολείο, να κοιτάξει λίγο έξω από το παράθυρο και, ναι, δειλά-δειλά να ξαναποκτήσουμε επαφή.

Γονιός Αυτοκινήτου

Ergonofis/ Unsplash

Μάθε να ακούς, όχι να μιλάς

Όλοι οι γονείς μπροστά στο οποιοδήποτε πρόβλημα του παιδιού μας είμαστε κάτι περισσότερο από πρόθυμοι να δώσουμε συμβουλές και λύσεις. Και όσο ανακουφιστικό μπορεί να είναι για την εσωτερική μας διεργασία αυτοαξιολόγησης ως γονιών, τόσο λιγότερο κοντά μπορεί να μας φέρει με το παιδί μας. Όπως εξηγεί ο Thomas Gordon στο best seller βιβλίο του Τα μυστικά του Αποτελεσματικού Γονέα (εκδ. Κάκτος), το κλειδί για την ανάπτυξη κάθε παιδιού αλλά και για τη σύνδεσή μας μαζί του είναι η αποδοχή. «Όταν ένα άτομο αισθάνεται ότι γίνεται πραγματικά αποδεκτό από ένα άλλο, τότε νιώθει ελεύθερο να μετακινηθεί από εκεί που είναι και να αρχίσει να σκέπτεται για το πώς το ίδιο θέλει να αλλάξει, πώς θέλει να ωριμάσει… Η αποδοχή είναι σαν το γόνιμο έδαφος που επιτρέπει σε ένα μικρό σποράκι να εξελιχθεί σε αυτό που είναι ικανό να γίνει». Όμως το έδαφος που εμείς οι γονείς προσφέρουμε στα παιδιά είναι συχνά επιβαρυμένο με νουθεσίες, κριτικές, διδαχή και κρυφά ή φανερά μηνύματα αξιολόγησης, μηνύματα που μεταφέρουν ουσιαστικά τη «μη αποδοχή μας» και που δεν δίνουν τη δυνατότητα στα παιδιά να μοιραστούν όσα τα απασχολούν. 

Τι μπορούμε να κάνουμε; Να μην κάνουμε και κυρίως να μην πούμε για αρχή τίποτα. Όπως εξηγεί ο Gordon, «το να μην λέει κανείς τίποτα, μπορεί επίσης σαφώς να εκφράσει αποδοχή. Η σιωπή “παθητική ακρόαση” είναι δυνητικά ένα μη λεκτικό μήνυμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά, για να κάνει ένα άτομο να αισθανθεί ότι γίνεται γνήσια αποδεκτό». Δείχνοντας πως είμαστε εκεί για να ακούσουμε αφήνουμε όλον τον χώρο στο παιδί μας να εκφράσει τα συναισθήματά του, να βγάλει από μέσα ό,τι το βαραίνει και –γιατί όχι– να ξεσπάσει. Ανοίγουμε λοιπόν τα αυτιά μας και ακούμε καλά. Γι’ αυτήν τη δεξιότητα θα ευγνωμονούμε τον εαυτό μας αργότερα, στην εφηβεία.

Ρώτα πιο ανοιχτά

Έχετε σίγουρα προσέξει με πόση ευκολία τα παιδιά προτιμούν να απαντούν μονολεκτικά με ναι ή όχι στις ερωτήσεις μας. Ερωτήσεις όπως «πέρασες καλά τη μέρα σου;» καταλήγουν σε ένα ξερό «ναι» που δύσκολα βοηθάει στην περαιτέρω συζήτηση. Όλα κρύβονται στην ερώτηση, η οποία όσο πιο ανοιχτή είναι τόσο πιο πιθανό είναι να φέρει συζήτηση. Όπως εξηγεί η Joanna Fortune, πολλές φορές, μια ερώτηση, ειδικά όταν είναι στοχευμένη, μπορεί να εκνευρίσει το παιδί και να χάσουμε αμέσως την επαφή μαζί του. Στο «οπλοστάσιό» της έχει μια σειρά από φαινομενικά πολύ γενικές και αόριστες ερωτήσεις που μπορούν να αποτελέσουν το κλειδί για να ανοιχτεί το παιδί μας σε κάθε ηλικία:

  • Ποια ήταν η καλύτερη στιγμή της μέρας σου;
  • Ποιος φίλος σου σε έκανε να γελάσεις;
  • Σήμερα γέλασες περισσότερο ή λιγότερο από χθες;
  • Αν έδινες φωνή στη σημερινή μέρα τι θα μας έλεγε;
  • Αν έδινες ένα άλλο όνομα στη δασκάλα/καθηγήτρια τάδε, ποιο θα ήταν αυτό;

Σταδιακά, τα παιδιά μαθαίνουν σε αυτό το καθημερινό παιχνίδι και οι ερωτήσεις μπορούν να αποκτούν μεγαλύτερο βάθος, όπως:

  • Ποια στιγμή από τη σημερινή μέρα θα ήθελες να αλλάξεις;
  • Ένιωσες σήμερα πως κάποιος σε αδίκησε;
  • Ποια ήταν η χειρότερη στιγμή στη μέρα σου;

Ιδιαίτερη σημασία δίνει η Fortune στο ύφος αλλά και στον τρόπο που θα γίνονται οι ερωτήσεις, χωρίς καμία υποψία κριτικής ή επιθετικότητα. «Ερωτήσεις που ξεκινούν με το “γιατί” είναι ερωτήσεις που προμηνύουν κριτική και νουθεσίες από πλευράς μας και θα πρέπει να τις περιορίσουμε όσο περισσότερο μπορούμε».

Γονιός Αυτοκινήτου

Kelly Sikkema/ Unsplash

Γονιός Αυτοκινήτου: Η δύναμη της ενεργητικής ακρόασης

Το κλειδί για να χτίσουμε μια γόνιμη επικοινωνία με τα παιδιά μας, να μας ανοιχτούν και να μοιραστούν τα συναισθήματά τους, σύμφωνα με τον Gordon είναι ο τρόπος που αντιδρούμε. «Τα “ανοίγματα επικοινωνίας” είναι αντιδράσεις που δεν επικοινωνούν κάποια ιδέα, κρίση ή συναίσθημα από πλευράς μας, προκαλούν όμως το παιδί να μοιραστεί τις δικές του ιδέες, κρίσεις και συναισθήματα. Του ανοίγουν την πόρτα και το προσκαλούν να μιλήσει». Οι απλούστερες από αυτές τις αντιδράσεις, κατά τον Gordon, πρέπει είναι ουδέτερες αντιδράσεις, όπως:

«Καταλαβαίνω»

«Μμμ»

«Ενδιαφέρον»

«Κοίτα να δεις»

«Πραγματικά»

«Μη μου πεις!»

«Όχι δα!»

Άλλες είναι πιο σαφείς, καθώς επικοινωνούν μια πρόσκληση να πει περισσότερα, όπως:

«Πες μου γι’ αυτό»

«Θα ήθελα να ακούσω γι’ αυτό»

«Πες μου περισσότερα»

«Θα με ενδιέφερε να ακούσω την άποψή σου»

«Ας το συζητήσουμε»

«Αυτό φαίνεται κάτι σημαντικό για σένα»

Αυτά τα ανοίγματα επικοινωνίας ενθαρρύνουν τους ανθρώπους, αλλά και τα παιδιά να αρχίσουν ή να συνεχίσουν να μιλάνε και ταυτόχρονα «κρατάνε την μπάλα στη μεριά του άλλου». Δεν έχουν ως αποτέλεσμα να τους «παίρνουμε την μπάλα από τα πόδια», όπως κάνουμε με τα μηνύματα που τους δίνουμε π.χ. κάνοντας ερωτήσεις, δίνοντας συμβουλές, καθησυχάζοντας. «Τα ανοίγματα αυτά κρατούν τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας έξω από τη διαδικασία της επικοινωνίας», αφήνοντας ουσιαστικά χώρο στα παιδιά, ειδικά όσο μεγαλώνουν.

Είναι εύκολο;

Ψέματα δεν θα πούμε. Είναι πιο εύκολο να δυναμώσεις τη μουσική στο αυτοκίνητο ή να γεμίσεις τον χρόνο με τηλεφωνήματα. Είναι πιο εύκολο και πιο βολικό από το να προσπαθείς να ακουστείς φυσιολογικός μέσα από τη σιωπή σου (που σημαίνει στην αρχή αποδοχή) ή από αντιδράσεις που μοιάζουν κόντρα ρόλος στην έως τώρα κριτική και παρεμβατική στάση σου. Είναι όμως μια αρχή. Μια αρχή για να αναζητήσουμε τον χαμένο –δημιουργικό– χρόνο με τα παιδιά μας, ξεκινώντας από τον ανεκμετάλλευτο χωροχρόνο του αυτοκινήτου όπου περνάμε πολλές ώρες της ημέρας μας καθημερινά με τα παιδιά μας. Και όσο ενοχική μπορεί στην αρχή να είναι σκέψη «μα ο ποιοτικός χρόνος με τα παιδιά μου μπορεί να είναι μέσα σε ένα αυτοκίνητο», τόσο απελευθερωτική θα γίνει στην πορεία. Ναι, είμαι γονιός του αυτοκινήτου… και χαίρομαι!