«Έλα, συγκεντρώσου!», «Μα γιατί δεν παίρνει;», «Α, καλά είμαι εντελώς…» και συμπληρώνεις αναλόγως με την περίσταση μιλώντας φωναχτά στον εαυτό σου. Δεν το κάνεις μόνο εσύ. Όπως φαίνεται, 1 στους 4 ενήλικες μιλάει δυνατά στον εαυτό του, ενώ το 96% κάνει εσωτερικά αυτό το διάλογο. Πρόκειται για μια συνήθεια που συχνά συνδέουμε με την τρέλα, ενώ στην πραγματικότητα σχετίζεται με αυτή σε σπάνιες περιπτώσεις (ναι, αν τα λες μονίμως με κάποιο φανταστικό πρόσωπο ή αν οι συζητήσεις με τον εαυτό σου σε οδηγούν σε απόγνωση, θα πρέπει να μιλήσεις με ειδικό).

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, δηλαδή από τα παιδικά μας χρόνια. Αρχίζουμε να μιλάμε στον εαυτό μας όταν είμαστε 2-3 χρόνων. Αυτό φυσικά συμβαίνει ενώ παίζουμε και χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για κάτι διαφορετικό από το να μιλάμε με τους γονείς, τα αδέρφια, τους φίλους ή τους συγγενείς μας. Γύρω στα 5 αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τη διαφορά και νιώθουμε μια συστολή να το κάνουμε, οπότε μιλάμε πιο χαμηλόφωνα στον εαυτό μας, πιο διακριτικά ή και καθόλου όταν είναι άλλοι μπροστά. Κάποιοι όμως συνεχίζουμε ακάθεκτοι, απλώς δεν το διαφημίζουμε κιόλας στους άλλους. Ο λόγος που το να μιλάμε με τον εαυτό μας αποτελεί θέμα-ταμπού είναι, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Erving Goffman, ότι η διαδικασία αυτή αμφισβητεί την κοινωνική παραδοχή ότι η ομιλία γίνεται παρέα με άλλους. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο βιβλίο του Forms of Talk, «σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε σε κάποιον: Συγγνώμη, δεν μπορώ να έρθω αυτή τη στιγμή. Έχω δουλειά, μιλάω με τον εαυτό μου».

Koolshooters / Pexels

Οι συνήθεις ύποπτοι

Άρθρο του 2019, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Frontiers in Psychology, διερεύνησε τις διάφορες εξηγήσεις που έχουν δοθεί κατά καιρούς στη συνήθεια να μιλάμε στον εαυτό μας. Η πιο στενά συνδεδεμένη αιτία φαίνεται να είναι το άγχος -άλλοτε μια απλή αγωνία και άλλοτε κάποια αγχώδης διαταραχή. Προσπαθούμε με αυτόν τον τρόπο να βάλουμε σε μια σειρά τις σκέψεις και τις έγνοιες μας. Ερωτήσεις του τύπου «έκλεισα άραγε το θερμοσίφωνα;», «λες να άφησα το σίδερο στην πρίζα» και «κλείδωσα το αυτοκίνητο;» που επαναλαμβάνονται 5-6 φορές τη μέρα και μας τρώνε τα σωθικά είναι εμμονικές και μπορεί να πηγάζουν από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ή από κάποια μορφή κατάθλιψης.

Επιστρέφοντας στο απλό, καθημερινό άγχος που μπορεί να μας κάνει να μιλάμε στον εαυτό μας, αρκεί να σκεφτούμε έναν άνθρωπο που έχει να βγάλει λόγο. Τι πιο συνηθισμένο από το να λέει στον εαυτό του, για να εκτονώσει την αγωνία του και να κάνει διορθώσεις στη ροή του λόγου; Το εντυπωσιακό, σύμφωνα με σχετική έρευνα, είναι ότι τα άτομα που μιλάνε αρνητικά στον εαυτό τους, έχουν περισσότερο άγχος όταν πρόκειται να μιλήσουνε σε κοινό συγκριτικά με όσους αυτοεπαινούνται.

Η δεύτερη αιτία που κρύβεται πίσω από τις συζητήσεις με τον εαυτό μας είναι η μοναξιά. Η θεωρία ότι οι άνθρωποι που περνούν πολύ χρόνο μόνοι τους είναι αυτοί που μιλάνε και περισσότερο στον εαυτό τους, εκτός από λογική, είναι και επιβεβαιωμένη. Καθώς τους λείπουν οι κοινωνικές συναναστροφές, προσπαθούν με αυτόν τον τρόπο να νιώσουν ότι έχουν παρέα. Έρευνα έχει δείξει ότι οι ενήλικες που μεγάλωσαν ως μοναχοπαίδια έχουν αυξημένες πιθανότητες να μιλάνε δυνατά στον εαυτό τους.

Τρόπος και αποτελέσματα

Το πώς μιλάμε στον εαυτό μας επηρεάζεται από τον σκοπό για τον οποίο το κάνουμε. Αν θέλουμε να μας παρακινήσουμε για κάτι, είμαστε συνήθως πιο θετικοί, ενώ αν μας τα έχουμε μαζεμένα για κάποιο λόγο, κάνουμε σκληρή αυτοκριτική. Αν προσπαθούμε να διεκπεραιώσουμε μια δύσκολη εργασία, απαριθμούμε αποφασιστικά τα βήματα πχ. πάει τέλειωσε κι αυτό, τώρα θα κάνω εκείνο και κάπως έτσι βάζουμε σε μια σειρά αυτά που πρέπει να γίνουν. Επίσης για να τονώσουμε την ψυχολογία μας, μας λέμε μπράβο και υπερθεματίζουμε με διάφορους χαρακτηρισμούς που λειτουργούν ως τονωτικές ενέσεις. Μελέτες δείχνουν ότι όταν αυτοί οι διάλογοι είναι θετικοί και παρακινητικοί, επηρεάζουν προς το καλύτερο τις επιδόσεις μας. Για παράδειγμα, μπασκετμπολίστες που μιλούσαν στον εαυτό τους καθώς έπαιζαν, είχαν μεγαλύτερη ακρίβεια στις κινήσεις τους, ενώ όσοι παρακινούσαν φωναχτά τον εαυτό τους ήταν και πιο γρήγοροι.

Στα πολύ θετικά των διαλόγων με τον εαυτό μας θα πρέπει να βάλουμε και την αποστασιοποίηση από όσα μας συμβαίνουν. Βλέποντάς τα ως εξωτερικοί παρατηρητές, τα κρίνουμε πιο λογικά και πιο αντικειμενικά. Και βέβαια βρίσκουμε λύσεις. Αφενός νιώθουμε ότι κερδίζουμε χρόνο και αφετέρου είμαστε πιο συγκεντρωμένοι, οπότε διερευνούμε καλύτερα τις εναλλακτικές επιλογές μας.

Austin Chan / Unsplash

Τέλος το να μιλάμε στον εαυτό μας βελτιώνει τη μνήμη μας. Δεν είναι τυχαίο ότι επαναλαμβάνεις φωναχτά τη λίστα με τα ψώνια για να μην ξεχάσεις κάτι από αυτά που θέλεις να πάρεις. Οι έρευνες επιβεβαιώνουν την εγκυρότητα αυτής της πρακτικής, ενώ φαίνεται ότι ο διάλογος με τον εαυτό σου δημιουργεί και καλύτερη σύνδεση ανάμεσα στη σκέψη και στην όραση. Ίσως γι’ αυτό βρίσκεσαι απέναντι από το σωστό ράφι, την ώρα που λες φωναχτά το είδος που ψάχνεις.

Πρόσεχε τι λες

Σίγουρα η διαδικασία του αυτοδιαλόγου λειτουργεί χαλαρωτικά και ψυχοθεραπευτικά. Είναι ένας τρόπος αποσυμπίεσης και αναδιοργάνωσης. Όμως χρειάζεται προσοχή, γιατί αν τις περισσότερες φορές είμαστε επικριτικοί και αρνητικοί, αυτό έχει αντίκτυπο στην αυτοπεποίθησή μας. Άκου λοιπόν τι λες στον εαυτό σου και μίλα του λίγο καλύτερα. Δεν χρειάζεται να καταφεύγεις σε ανακρίβειες ή πράγματα που δεν πιστεύεις για σένα. Απλώς δείξε κατανόηση στο άτομό σου και δώσε έμφαση στην προσπάθεια που καταβάλλεις -όχι στο αποτέλεσμα. Αναρωτήσου τι σου έχει μάθει μια κατάσταση που μόλις πέρασες και απαρίθμησε φωναχτά τα θετικά που πήρες βγαίνοντας από αυτή. Έλα, πήγαινε τώρα. Έχεις δουλειά. Θα πρέπει να μιλήσεις με τον εαυτό σου κι αυτό είναι εντάξει.