«Ήμουν πάντα ευαίσθητο παιδί και δεν ήθελα να επιβαρύνω οικονομικά τους γονείς μου. Το είχα άγχος. Έτσι, ενώ ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας, αποφάσισα να πάω σε στρατιωτική σχολή. Με τη σχολή είχαμε επισκεφθεί τον θάλαμο υπερβαρικής ιατρικής. Ενθουσιάστηκα. Έκανα μια εξάμηνη εκπαίδευση για να μπορώ να δουλέψω εκεί. Την πρώτη μέρα, που πλέον θα δούλευα κανονικά και όχι ως ασκούμενη, με στέλνουν στην εντατική για να βοηθήσω. Αυτό ήταν».
Η Γεωργία Πανάγου δουλεύει ως νοσηλεύτρια από το 2005. «Όσο είσαι μικρός οι βάρδιες δεν σε κουράζουν. Μεγαλώνοντας βέβαια αντιλαμβάνεσαι ότι δεν υπάρχει σταθερότητα στη ζωή σου. Δεν μπορείς να προγραμματίσεις ούτε ένα γυμναστήριο, και το γεγονός ότι σε πολλές γιορτές είσαι μακριά από τους δικούς σου ανθρώπους είναι κάτι που σου κοστίζει. Από τη στιγμή που έγινα και μητέρα όλο αυτό με δυσκόλεψε πολύ. Τον πρώτο καιρό ένιωθα πολλές τύψεις που άφηνα τις νύχτες τον γιο μου για να δουλέψω. Ευτυχώς, όμως, που αισθάνομαι ότι προσφέρω κι έτσι καταφέρνω να αντλώ ευχαρίστηση».
Και μετά ήρθε ο Covid. Βγήκαμε στα μπαλκόνια, χειροκροτήσαμε τους αφανείς ήρωες που δουλεύουν για την υγεία μας και ξαφνικά φωτίστηκαν όλες αυτές οι δυσκολίες που βιώνουν άνθρωποι όπως η Γεωργία. «Πέσαμε με τα μούτρα να διαβάζουμε. Ήμασταν απροετοίμαστοι. Ό,τι γραφόταν εκείνη τη στιγμή, αυτό μαθαίναμε. Πώς κολλάω; Πώς προφυλάσσομαι; Δεν ξέραμε τίποτα. Στην αρχή, θυμάμαι χαρακτηριστικά, είχαμε κάτσει με την προϊσταμένη και βλέπαμε στο YouTube βίντεο για το πώς να ντύνεσαι, και η αναφορά μας ήταν ο έμπολα στην Αφρική. Νιώθαμε τόσο μεγάλη ανασφάλεια. Ντυνόμασταν με τις στολές του αστροναύτη, μετά δεν ξέραμε τι να κάνουμε τα ρούχα που φορούσαμε. Τα βγάζαμε στη δουλειά και τα πλέναμε εκεί. Γυρνούσα σπίτι και στην πόρτα ήταν ο γιος μου που ήθελε να τρέξει πάνω μου και να με αγκαλιάσει και ο άντρας μου έλεγε “μην αγγίξεις τη μαμά”. Ενώ ο μικρός έκλαιγε εγώ έπρεπε πρώτα να κάνω μπάνιο και μετά να τον πάρω στα χέρια μου. Και αυτό ήταν για μεγάλο διάστημα. Ήταν το χειρότερό μου. Γυρνούσα από βάρδια και δεν ήξερα αν είχα κολλήσει ή όχι».
«Φυσικά και έχω δει ανθρώπους να πεθαίνουν. Όταν κάνεις αυτό το επάγγελμα από νεαρή ηλικία, από κάποια στιγμή και μετά δεν σου κάνει εντύπωση. Αυτή είναι η ρουτίνα σου. Δεν μπορείς να είσαι με το κλάμα στο μάτι συνέχεια. Κάθε φορά που ξεκινώ για τη δουλειά μου ψάχνω να βρω τι να κάνω για να βελτιωθεί η κατάσταση του εκάστοτε ασθενή, αλλά όταν βλέπεις ότι δεν… το παίρνεις απόφαση. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι τι αφήνουν αυτοί οι άνθρωποι πίσω τους. Συντρόφους, γονείς, παιδιά. Βέβαια, όλο αυτό το άγχος βρίσκει τρόπους να τρυπώνει στην καθημερινότητά μου».