Με την κλιματική αλλαγή να είναι πιο έντονη και εμφανής από ποτέ, η βιωσιμότητα αρχίζει και γίνεται θέμα συζήτησης παγκοσμίως, τόσο από κυβερνήσεις, όσο και από επιχειρήσεις. Στη vegan κοινότητα, η αλήθεια είναι ότι μπορεί να μην αποτελεί κίνητρο για όλους, ωστόσο μια διατροφή χωρίς ζωικά –και επεξεργασμένες τροφές– εκ των πραγμάτων έχει συνήθως μικρότερο αποτύπωμα στον πλανήτη. Ας δούμε ποια είναι η αλήθεια για τα φυτικά γάλατα, όπως την έγραψε η διαιτολόγος-διατροφολόγος Δέσποινα Μαρσέλου.
Η φυτοφαγία, λοιπόν, έχει πολλά να προσφέρει όσον αφορά τη βιωσιμότητα, καθώς για τις φυτικές τροφές απαιτείται μικρότερη έκταση γης, ενώ παράγονται μικρότερες εκπομπές αερίων από τις καλλιέργειες και ταυτόχρονα η ανάγκη για ενέργεια είναι μικρότερη. Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη το γεγονός ότι μια φυτοφαγική διατροφή, πλούσια σε όσπρια, φρούτα, λαχανικά, ξηρούς καρπούς και σπόρους, ιδανική για υποστήριξη ανοσοποιητικού και ισορροπίας του μικροβιώματος του εντέρου, αρχίζει να γίνεται δημοφιλής και ανάμεσα σε όσους θέλουν να κάνουν κάτι για το περιβάλλον και να αποκτήσουν ένα πιο βιώσιμο lifestyle. Γι’ αυτό και ο αριθμός των ανθρώπων που υιοθετούν τη vegan διατροφή είναι ολοένα και αυξανόμενος.
Είναι, όμως, η vegan διατροφή τόσο βιώσιμη όσο νομίζουμε;
Η σύντομη απάντηση μοιάζει να είναι «ναι» και σε μια γρήγορη σύγκριση με τα γάλατα ζωικής προέλευσης, τα φυτικά γάλατα ή ροφήματα υπερτερούν. Η παραγωγή του ζωικού γάλακτος απελευθερώνει μεγάλες ποσότητες μεθανίου, αμμωνίας και άλλων αερίων, οι οποίες συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Η παραγωγή γάλακτος έχει, μάλιστα, GWP (Global Warming Potential, δηλαδή πόσο εκτιμάται ότι συνεισφέρει στην παγκόσμια υπερθέρμανση) που υπολογίζεται στο 48-65% και για κάθε 1 κιλό γάλακτος που παράγεται, περισσότερο από 1 κιλό διοξειδίου του άνθρακα απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα. Το γάλα σόγιας από την άλλη, απελευθερώνει μόλις 0,4kg CO2.
Η αλήθεια είναι ότι η παραγωγή ζωικού γάλακτος απαιτεί μεγάλες εκτάσεις γης και ποσότητες νερού. Μπορεί να μοιάζει γραφικό να βλέπουμε τις αγελάδες να ατενίζουν τα πράσινα χωράφια, αλλά είναι τεράστιες οι εκτάσεις που καταστρέφονται και μετατρέπονται σε μονοκαλλιέργειες, προκειμένου να γίνει μαζική παραγωγή τροφής βοοειδών.
Η αλήθεια για τα φυτικά γάλατα
Προτού, όμως, δώσουμε τα εύσημα στα φυτικά γάλατα και την παραγωγή τους, ας τα εξετάσουμε λίγο καλύτερα. Το γάλα σόγιας και αμυγδάλου είναι τα πιο δημοφιλή προς το παρόν, οπότε θα εξετάσουμε αυτά τα δύο. Περίπου 1,43 δισεκατομμύρια δολάρια ή και παραπάνω ξοδεύονται κάθε χρόνο σε αυτές τις εναλλακτικές, με τις πωλήσεις του γάλακτος σόγιας να έχουν μειωθεί κατά 8,9% -πιθανόν λόγω της σύγχυσης που υπάρχει με τη σόγια- ενώ οι πωλήσεις του γάλακτος/ροφήματος αμυγδάλου έχουν αυξηθεί κατά 10.3%.
Όσον αφορά τη σόγια, υπάρχουν ανησυχίες όσον αφορά την αποψίλωση του τροπικού δάσους του Αμαζονίου: η Βραζιλία είναι υπεύθυνη για το 31% της παραγωγής σόγιας και κατά μέσο όρο 10 εκατομμύρια στρέμματα τροπικού δάσους έχουν καταστραφεί προκειμένου να αξιοποιηθούν για την παραγωγή σόγιας. Πρέπει, ωστόσο, να γνωρίζουμε ότι η μεγαλύτερη ποσότητα σόγιας παγκοσμίως παράγεται ως τροφή για τα ζώα κι όχι για ανθρώπινη κατανάλωση και από τη σόγια που καταναλώνεται από ανθρώπους, μόνο ένα μικρό κλάσμα καταναλώνεται ως γάλα σόγιας. Παρ’ όλο, λοιπόν, που η σόγια πράγματι απειλεί το φυσικό περιβάλλον, δεν ευθύνεται η παραγωγή του γάλακτος σόγιας γι’ αυτό. Επιπρόσθετα, η παραγωγή σόγιας απελευθερώνει σημαντικά μικρότερα αέρια και απαιτεί λιγότερο νερό σε σχέση με την παραγωγή ζωικού γάλακτος, αποτελώντας ξεκάθαρα μια πιο βιώσιμη επιλογή.
Το αμυγδαλόγαλα, ωστόσο, βρίσκεται στην αντίπερα όχθη από το γάλα σόγιας όσον αφορά τη βιωσιμότητα. Τα αμύγδαλα χρειάζονται πολύ νερό για την παραγωγή τους (περίπου 4 λίτρα για 1 αμύγδαλο), κάτι που έχει σημαντικό αντίκτυπο στο φυσικό περιβάλλον, ειδικά, για παράδειγμα, στην Καλιφόρνια, μια περιοχή που κυριαρχεί η ξηρασία. Η παραγωγή τους σε αυτή την περιοχή αυξάνει κατά πολύ το αποτύπωμα άνθρακα των αμυγδάλων, καθώς χρειάζεται να καλυφθούν μεγάλες αποστάσεις ώστε να φτάσουν σε καταναλωτές ανά τον κόσμο. Παρ’ όλ’ αυτά, η παραγωγή γάλακτος/ροφήματος αμυγδάλου έχει μικρότερη συμβολή στην υπερθέρμανση του πλανήτη και την κατανάλωση νερού σε σχέση με την παραγωγή του παραδοσιακού γάλακτος ζωικής προέλευσης.
Όπως είναι ξεκάθαρο, οι plant-based εναλλακτικές του γάλακτος είναι πιο βιώσιμες, ωστόσο υπάρχουν διαφορετικές κλίμακες βιωσιμότητας μεταξύ τους κι όσο πιο πολύ ενημερώνεστε, τόσο καλύτερες θα είναι και οι επιλογές σας, ενώ μην ξεχνάτε ότι μπορείτε να φτιάξετε και το δικό σας σπιτικό γάλα από ξηρούς καρπούς!
Πηγή
https://nutritionstudies.org/is-vegan-milk-as-sustainable-as-we-think/
Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο blog της διαιτολόγου-διατροφολόγου Δέσποινας Μαρσέλου.