Το συγκλονιστικό δυστύχημα στα Τέμπη άλλαξε τη ροή της καθημερινότητας στη χώρα μας. Θάνατος, σπαραγμός, οδύνη. Νέοι άνθρωποι που χάθηκαν και γονείς που έμειναν πίσω να κλάψουν τα παιδιά τους, ένας πόνος που σταδιακά θα γίνει βουβός, αλλά ποτέ δεν θα πάψει. Μια κοινωνία που βιώνει ένα συλλογικό πένθος, που ασυνείδητα ανασύρει άλλες παρόμοιες στιγμές ολέθρου, μη μπορώντας να σηκώσει κεφάλι, να νιώσει ανάταση και ελπίδα.

Εμείς ζητήσαμε από τη σύμβουλος πένθους και ιδρύτρια της ΑΜΚΕ Μαθήματα Ζωής, Νάνσυ Ψημενάτου, να μας μιλήσει για τη δημόσια φύση του πένθους που βιώνουμε όλοι οι πολίτες αυτής της χώρας με αφορμή το δυστύχημα στα Τέμπη.

«Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου από ατύχημα είναι μια τραυματική εμπειρία. Κανένας δεν μπορεί να προετοιμαστεί για ένα τέτοιο γεγονός. Ο θάνατος αυτός είναι ξαφνικός, βίαιος και ακατανόητος. Η ζωή αλλάζει τόσο δραματικά, καθώς χάνεται η αίσθηση της ασφάλειας που θα έπρεπε ο κάθε άνθρωπος να απολαμβάνει. Αυτοί που μένουν πίσω θα αντιμετωπίσουν ειδικές συνθήκες στο πένθος τους.

Είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε πώς αισθάνεται ένας άνθρωπος που πενθεί τον θάνατο ενός αγαπημένου του προσώπου από ένα ατύχημα. Αν αυτή η κατανόηση είναι δύσκολη σε ατομικό επίπεδο, μπορούμε ίσως να φανταστούμε τη δυσκολία των ανθρώπων που δεν ανήκουν στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον. Οι κοντινοί άνθρωποι αλλά και αυτοί που γίνονται κοινωνοί της απώλειας, λόγω της δημόσιας φύσης του πένθους, όπως για παράδειγμα στο διαδίκτυο, σε μια προσπάθεια να μη βιώσουν τα συναισθήματα που συνοδεύουν μια τέτοια απώλεια, κρύβονται πίσω από ένα προσωπείο θυμού, εκτοξεύοντας κατηγορίες, ψάχνουν υπευθύνους και αναζητώντας ένα νόημα.

Διαφορετικές εκφράσεις πένθους

Από την άλλη πλευρά οι οικείοι θα έρθουν σε επαφή με την αστυνομία, τα μέσα ενημέρωσης, την αυτοψία, μια ενδεχόμενη αναγνώριση του νεκρού σώματος, φέρνουν στα όρια όλα τα άτομα που θα εμπλακούν. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε και να σεβαστούμε τις διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν σε μια τέτοια περίπτωση, γιατί μόνο τότε μπορούμε να παρέχουμε ουσιαστική βοήθεια και στήριξη στους ανθρώπους που πενθούν έναν τέτοιο θάνατο.

Όταν υπάρχουν παιδιά εστιαζόμαστε στη μοναδικότητα του κάθε παιδιού. Οι διαφορές αφορούν στην ηλικία του, την προσωπικότητά του, τις προηγούμενες εμπειρίες του, τη σχέση με τον άνθρωπο που πέθανε, κατανοούμε τον βαθμό δυσκολίας που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε μπροστά σε ένα τέτοιο συμβάν.

Τα παιδιά μπορούν να αντέξουν την αλήθεια. Αυτό που δεν μπορούν να αντέξουν είναι τα ψέματα ή τις μισές αλήθειες και πολλοί άνθρωποι μπαίνουν στον πειρασμό να αποκαλύψουν “τα βασικά”, ώστε να μην “τραυματιστεί” το παιδί. Το θέμα είναι, όμως, ότι ο τύπος, η τηλεόραση και το διαδίκτυο θα φέρουν στο φως – και μάλιστα πολλές φορές με ανάρμοστο τρόπο – όλα αυτά που προσπαθούμε να αποκρύψουμε. Οι πιθανότητες το παιδί να μάθει την αλήθεια από κάποιον άλλον, πέρα από έναν ενήλικο που αγαπά και εμπιστεύεται, θα πρέπει να μας τρομάζει περισσότερο.

Όταν φτιάχνουμε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον στο οποίο θα ειπωθεί η αλήθεια, παρέχουμε στο παιδί εκ νέου μια μικρή αίσθηση ασφάλειας – μια ασφάλεια την οποία τώρα έχει ανάγκη πιο πολύ από ποτέ. Ακόμα και αν αυτά που θα του πούμε είναι οδυνηρά ή και τραγικά, το γεγονός ότι εμείς θα είμαστε εκεί δίπλα του για να κλάψει, να ρωτήσει και να πάρει απαντήσεις είναι ένα γεγονός μεγάλης σπουδαιότητας.

Παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας και έφηβοι θα χρειαστεί να προσεγγιστούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ξεκινάτε λέγοντας την αλήθεια, αλλά ταυτόχρονα θα χρειαστεί να είστε προετοιμασμένοι για τις απαντήσεις που θα δώσετε στις περίπλοκες αλλά και πιο δύσκολες ερωτήσεις που θα σας θέσουν αργότερα.

Μεγάλη προσοχή χρειάζεται αν διαπιστώσουμε ότι βασανιζόμαστε από εικόνες του ατυχήματος είτε σταθήκαμε μάρτυρες ή τις έχουμε δει στα ΜΜΕ. Εφιάλτες και δυσκολία στον ύπνο ενώ είναι αναμενόμενα δεν μπορούν να διαρκέσουν σε συχνότητα που να διαταράσσει την καθημερινότητά μας. Μπροστά σε ένα τέτοιο συμβάν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη θνητότητά μας και την υπενθύμιση ότι δεν έχουμε τον “έλεγχο πάνω στη ροή της ζωής”.

Μετά το σοκ, το θυμό, το φόβο και το άγχος θα έρθει η ώρα της θλίψης και τότε πιο πολύ από ποτέ χρειάζεται να συνδεθούμε με άλλους ανθρώπους και να αφεθούμε στη διαδικασία του πένθους και του θρήνου. Γιατί αυτή η διαδικασία θα μας οδηγήσει πίσω στη ζωή».