Αν είναι να ξεκινήσουμε από κάπου, ας σκεφτούμε τη ρύση του Αριστοτέλη, «Αρχή πάντων ορισμός εστί.». Τι ορίζεται, λοιπόν, ως εξάρτηση; Η λέξη εξάρτηση στην νεοελληνική ορίζεται ως η σχέση που υπάρχει όταν κάποιος ή κάτι εξαρτάται από κάτι άλλο. Η εξάρτηση δηλώνει την έλλειψη αυτονομίας κάποιου. Σημαίνει πως η ικανοποίηση των αναγκών κάποιου εξαρτάται από κάποιον ή κάτι άλλο πέραν του ίδιου. Όταν εξαρτώμαι από κάτι ή κάποιον, θεωρώ ότι μέσα μου υπάρχει ή συμβαίνει κάτι εξαιτίας κάποιου συγκεκριμένου εξωγενούς παράγοντα.
Βασιζόμενοι στους παραπάνω ορισμούς, μια εξαρτητική σχέση υποδηλώνει την προσκόλληση ενός (ή περισσότερων ατόμων της σχέσης) στο άλλο (ή στα άλλα άτομα) της σχέσης για την ικανοποίηση των αναγκών του (ή τους). Ένα άτομο έχει αναπτύξει εξαρτητική σχέση με κάποιο άλλο όταν η ψυχοσύνθεση του, το ευ ζην του και οι αποφάσεις του είναι σημαντικά συνδεδεμένες με αυτές του άλλου ατόμου. Η εξαρτητική σχέση μοιάζει σαν ένα είδος εθισμού προς ένα άλλο άτομο. Εξαρτώμαι όταν νιώθω ότι χρειάζομαι το άλλο άτομο για να νιώθω καλά. Εξαρτώμαι όταν νιώθω πως ο κόσμος μου καταρρέει, νιώθω ότι κινδυνεύω, νιώθω να με κυριεύει το άγχος, ο φόβος και ο πανικός, αν δεν έχω αυτό το άτομο.
Γιατί δημιουργούμε εξαρτητικές σχέσεις;
Ο λόγος που δημιουργούμε εξαρτητικές σχέσεις, μας πηγαίνει πίσω στην παιδική μας ηλικία. Σχετίζεται άρρηκτα με τον τρόπο που λάβαμε ή δεν λάβαμε φροντίδα, αγάπη, παρουσία και στοργή. Ένας ενήλικας που εμφανίζει εξαρτητικές συμπεριφορές ή σχέσεις με άλλους, ουσιαστικά αυτό που επιθυμεί να πετύχει είναι να λάβει αγάπη. Στην πραγματικότητα κάποιος προσκολλάται σε κάποιο άλλο άτομο επειδή φοβάται ότι δεν τον αγαπάει, ότι θα τον χάσει, ότι θα εγκαταλειφθεί.
Ο πιο συνήθης λόγος, λοιπόν, που εμφανίζεται ως η ρίζα των εξαρτητικών σχέσεων είναι ο φόβος ή το τραύμα της εγκατάλειψης. Άτομα των οποίων οι βασικές τους ανάγκες στην παιδική ηλικία, δεν ικανοποιήθηκαν και δεν καλύφθηκαν από τους γονείς ή τους φροντιστές τους, συνήθως βιώνουν τον φόβο της εγκατάλειψης κατά την ενήλικη ζωή τους.
Παραδείγματος χάρη, ένα μωρό/παιδί που έμενε μόνο του να κλαίει για πολλή ώρα χωρίς μια σταθερή και στοργική παρουσία για να το παρηγορεί διασφαλίζοντας του ότι είναι ασφαλές, είναι πιθανό να «κουβαλάει» αυτή την αίσθηση της εγκατάλειψης στην ενήλικη ζωή του. Έτσι, κάθε φόρα που ως ενήλικας βρίσκεται σε μια συνθήκη μοναξιάς ή αποχωρισμού ή κάθε φορά που κάποιος άνθρωπος (του) δεν είναι διαθέσιμος να βρεθεί μαζί του την παρούσα στιγμή, ο ίδιος μπορεί να αναβιώνει την ίδια συνθήκη που βρέθηκε ως παιδί που ήταν μόνο του και απαρηγόρητο. Συνεπώς, ο αποχωρισμός, η μη παρουσία ή ένας τσακωμός για τον ίδιο να μεταφράζεται ως μια ιστορία εγκατάλειψης και να αποτελεί μια πολύ επίπονη, ανασφαλή και καθηλωτική διαδικασία.
Να σημειώσουμε, επίσης, ότι το τμήμα του εγκεφάλου που ενεργοποιείται σε τέτοιες καταστάσεις είναι ο ερπετικός εγκέφαλος, ο οποίος ανιχνεύει τον κίνδυνο και διασφαλίζει την ασφάλεια του ατόμου. Συνεπώς, η «λογική» σε εκείνες τις στιγμές, δεν πρωταγωνιστεί. Έτσι, ο ενήλικας που έχει βιώσει συνθήκες εγκατάλειψης ως παιδί, στην προσπάθεια του να νιώσει ασφαλής, προσκολλάται σε άλλους και εμφανίζει συμπεριφορές προσκόλλησης και εξάρτησης στις σχέσεις του. Ουσιαστικά ο φόβος της εγκατάλειψης είναι τόσο καθηλωτικός για τον ίδιο που αναζητά ένα «καταφύγιο» στους άλλους ανθρώπους, με αποτέλεσμα η παρουσία ή απουσία τους να αποτελεί ζωτικής σημασίας για τον ίδιο και την συναισθηματική του υγεία.
Κλείνοντας, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι κάποιος που βιώνει τέτοια συναισθήματα και εσωτερικές καταστάσεις, δεν φταίει καθώς τα βιώματα του ως παιδί ήταν πέραν του χεριού του. Ωστόσο, για να μπορέσει να δομήσει υγιείς και ισότιμες σχέσεις στην ενήλική ζωή του χρειάζεται να εργαστεί με αυτές τις εξαρτητικές τάσεις που παρουσιάζει διερευνώντας και θεραπεύοντας την πηγή τους.
Έχεις παρατηρήσει πως εκδηλώνεις εξαρτητικές τάσεις/ συμπεριφορές; Πώς το βιώνεις;
Στείλε μου μήνυμα αν θέλεις να μοιραστείς την εμπειρία σου.