Εκτός από την βελτίωση της αρμονίας των χαρακτηριστικών του προσώπου και της συνολικής αισθητικής, όσοι υποβάλλονται σε ρινοπλαστική δείχνουν νεότεροι σύμφωνα με έρευνα. Ειδικότερα, αυτό το επιπλέον όφελος είναι μεγαλύτερο σε όσους έχουν έντονο ρινικό ύβο ή/και οξείες γωνίες μεταξύ μύτης και άνω χείλους (ρινοχειλικές).

Μέχρι πότε μεγαλώνει η μύτη μας;

«Από τη γέννηση και για τα πρώτα χρόνια της ζωής η μύτη είναι ένα μικρό όργανο, και παραμένει έτσι μέχρι την εφηβεία, όταν και μεγαλώνει σε όγκο και μήκος μέχρι λίγο πριν την ενηλικίωση, οπότε ο σκελετός σταματά να αναπτύσσεται, παίρνοντας την τελική μορφή της. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. Αντιθέτως, μέχρι τα βαθιά γεράματα το σχήμα της αλλάζει, προκαλώντας μικρές ή μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις», εξηγεί ο Γεώργιος Βελημβασάκης, MD, FEBOPRAS, Πλαστικός Επανορθωτικός και Αισθητικός Χειρουργός.

«Έτσι, η μύτη σιγά-σιγά επιμηκύνεται, τα πλευρικά τοιχώματά της στενεύουν, το δέρμα γίνεται παχύτερο και το ακρορίνιο τείνει να πλησιάσει το άνω χείλος. Η ταχύτητα που συμβαίνουν αυτές οι αλλαγές διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, και εξαρτάται από την αντοχή των χόνδρων που την απαρτίζουν. Αυτή καθορίζεται από μια σειρά γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. 

Για παράδειγμα, σε ανθρώπους που έχουν μαλακό χόνδρο, ρινικές αλλεργίες, έχουν τραυματίσει σοβαρά τη μύτη τους, έχουν υποστεί κατ’ επανάληψη ηλιακά εγκαύματα, είναι καπνιστές ή διαβητικοί, υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να καταστούν εμφανείς αυτές οι αλλαγές που οφείλονται στη γήρανση σε νεαρότερη ηλικία, από ότι σε εκείνους που έχουν πιο δυνατό χόνδρο. 

Άλλος ένας μηχανισμός στήριξης που εξασθενεί με το πέρασμα του χρόνου είναι η ελαστικότητα του δέρματος. Έτσι, η μύτη δείχνει μεγαλύτερη, χωρίς βεβαίως να μεγαλώνει όπως λανθασμένα πιστεύουν πολλοί», προσθέτει. 

Συνέπεια αυτών των αλλαγών είναι η λιγότερο ελκυστική εμφάνιση και ενδεχομένως κάποια λειτουργικά προβλήματα.

Τι προσφέρει η διόρθωση της μύτης;

Ο μοναδικός τρόπος επαναφοράς της μύτης στην προηγούμενη μορφή της είναι η ρινοπλαστική. Η επέμβαση αυτή δύναται να αλλάξει τα χαρακτηριστικά της μύτης με τρόπο που θα είναι πιο αρμονική και ισορροπημένη με τις αναλογίες του προσώπου.

Οι επιστημονικές μελέτες που έχουν διεξαχθεί για να ερευνηθεί κατά πόσον οι αλλαγές αυτές αφαιρούν χρόνια δεν είναι πολλές. Σε κάποιες η σύγκριση της εμφάνισης «πριν και μετά» έχουν πραγματοποιηθεί από ανθρώπους μέσω φωτογραφιών, και σε άλλες μέσω λογισμικού.

Η μεγάλη πλειονότητά τους έχει καταδείξει ότι η ρινοπλαστική έχει αντιγηραντική επίδραση και βελτιώνει την εμφάνιση των ασθενών όταν υποβάλλονται σε αυτήν, παρά τη διαφορά στα πόσα χρόνια νεότεροι δείχνουν.

Για παράδειγμα, μια παλαιότερη μελέτη του Πανεπιστήμιο του Τορόντο που πραγματοποιήθηκε από τη σύγκριση φωτογραφιών ανθρώπων «πριν και μετά», έδειξε ότι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε ρινοπλαστική μπορούν να περιμένουν, κατά μέσο όρο, μείωση της φαινομενικής ηλικίας τους κατά 1,5 έτος. Η ανάλυση υποομάδων έδειξε ότι οι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε μείωση του ρινικού ύβου έδειχναν, μετεγχειρητικά, περισσότερα χρόνια νεότεροι από τους ασθενείς που δεν είχαν ποτέ γαμψή μύτη. Επομένως, όσον αφορά στην επίτευξη νεότερης εμφάνισης, η μείωση της καμπούρας της μύτης γυρνά τον χρόνο περισσότερα χρόνια πίσω, προσφέροντας ενισχυμένο αντιγηραντικό αποτέλεσμα. Οι ερευνητές συμπέραναν ότι η ρινοπλαστική μπορεί αντικειμενικά να θεωρηθεί αντιγηραντική θεραπεία και να προστεθεί η συγκεκριμένη ιδιότητά της στα οφέλη που αποκομίζει όποιος υποβάλλεται σε αυτήν, ανεξάρτητα από τον λόγο.

Μπορεί η ρινοπλαστική να μας δείξει νεότερους; 

Angela Roma / Pexels

Τι έδειξαν οι έρευνες

Πιο πρόσφατα, μια δημοσίευση στο Aesthetic Surgery Journal έδειξε ότι η ρινοπλαστική αναζωογονεί το πρόσωπο δείχνοντάς το ακόμα πιο νέο. Οι συγγραφείς προσπάθησαν να προσδιορίσουν την επίδραση της αισθητικής ρινοπλαστικής στη γήρανση χρησιμοποιώντας ένα πολυδιάστατο λογισμικό αναγνώρισης και σύγκρισης προσώπου. Στη μελέτη περιλήφθηκαν συνολικά 100 ασθενείς. Η μέση μετεγχειρητική παρακολούθηση ήταν 29 εβδομάδες (μέσος όρος 14 εβδομάδες, εύρος 12-64 εβδομάδες). Οι ασθενείς κυμαίνονταν από 16 έως 72 ετών (μέση ηλικία 32,75 έτη). Ο αλγόριθμος CNN που έκανε τη σύγκριση μέσω φωτογραφιών που λήφθηκαν πριν και μετά την ρινοπλαστική εκτίμησε κατά μέσο όρο ότι οι ασθενείς έδειχναν νεότεροι μετά από την επέμβαση κατά 3,1 έτη.

«Η ρινοπλαστική ήταν μια συχνά εκτελούμενη επέμβαση αισθητικής χειρουργικής. Έχει μακρά εξελικτική πορεία, και έχει αποδείξει την αξία της τόσο στην αισθητική βελτίωση του προσώπου, όσο και στην αντιγήρανση.

Με το πέρασμα των ετών, η επιδίωξη καλύτερων και σταθερότερων αποτελεσμάτων κατέστησε την επέμβαση μια περίπλοκη διαδικασία που έχει αφενός ως στόχο τη βελτίωση της εμφάνισης του προσώπου μέσω της διόρθωσης της συμμετρίας της και αφετέρου την αποκατάσταση τυχόν λειτουργικών προβλημάτων, εκείνων δηλαδή που σχετίζονται με μειωμένη ροή αέρα και δυσκολία στην αναπνοή, όπως στραβό ρινικό διάφραγμα, υπερτροφία κογχών ή στενή μύτη.

Γιατί η ρινοπλαστική μας αλλάζει τη ζωή;

Η αποκατάσταση τόσο της αισθητικής όσο και της λειτουργικότητας καθιστά τη ρινοπλαστική μια χειρουργική επέμβαση με σημαντική επίδραση στη ζωή του ασθενή, καθώς του προσφέρει αυτοπεποίθηση και κατ’ επέκταση καλύτερες επαγγελματικές, κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις, αλλά και ποιότητα ζωής αφού διορθώνοντας τα ανατομικά προβλήματα απαλλάσσεται από πονοκεφάλους, ροχαλητό, υπνική άπνοια και τις επιπτώσεις αυτών στην υγεία.

Η σωστή και προσεκτική προεγχειρητική ανάλυση και ο προγραμματισμός -ο οποίος δεν χρειάζεται κανενός είδους λογισμικό πρόγραμμα εικονικής ρινοπλαστικής αφού τα οστά, οι χόνδροι και το δέρμα της μύτης είναι δομές που διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο και απαιτούν κλινική εξέταση και ψηλάφηση- γίνονται μόνο από καλούς γνώστες της ανατομίας και έμπειρους χειρουργούς, και αποτελούν τη βάση της καλής έκβασης της επέμβασης, προκειμένου να αποφευχθεί η ανάγκη μιας επαναληπτικής, καθώς και της ικανοποίησης του ασθενή.

Θα μπορούσαμε εν συντομία να πούμε ότι η ρινοπλαστική είναι ένα “πολυεργαλείο” που προσφέρει αισθητική, αντιγήρανση και λειτουργικότητα», καταλήγει ο ιατρός κ. Γεώργιος Βελημβασάκης.